χαῶδες

χαῶδες
χαώδης
like chaos
masc/fem voc sg
χαώδης
like chaos
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόχαος — μεγαλόχαος, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλο, χαώδες βάθος («μεγαλόχαος βόθρος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλο(ο) * + χάος] …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”